ασβεστίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασβεστίτης < ασβέστης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασβεστίτης αρσενικό
- κρυσταλλικό ορυκτό που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασβεστίτης
|
ασβεστίτης αρσενικό
|