αρωματοπώλισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρωματοπώλισσα < αρωματοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρωματοπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη αρωματοπώλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρωματοπώλισσα
|