αρχοντοχωριάτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχοντοχωριάτισσα < αρχοντοχωριάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχοντοχωριάτισσα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρχοντοχωριάτης
αρχοντοχωριάτισσα
|