Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχαιοπρέπεια οι αρχαιοπρέπειες
      γενική της αρχαιοπρέπειας των αρχαιοπρεπειών
    αιτιατική την αρχαιοπρέπεια τις αρχαιοπρέπειες
     κλητική αρχαιοπρέπεια αρχαιοπρέπειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιοπρέπεια < αρχαιοπρεπής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχαιοπρέπεια θηλυκό

  • η μίμηση αρχαίων προτύπων

  Μεταφράσεις επεξεργασία