Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρματοδρόμος οι αρματοδρόμοι
      γενική του αρματοδρόμου των αρματοδρόμων
    αιτιατική τον αρματοδρόμο τους αρματοδρόμους
     κλητική αρματοδρόμε αρματοδρόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρματοδρόμος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρματοδρόμος αρσενικό

  • ο αγωνιζόμενος σε αρματοδρομία

  Μεταφράσεις επεξεργασία