αρματηλασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρματηλασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρματηλασία θηλυκό
- η οδήγηση άρματος, ιδιαίτερα σε αγώνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρματηλασία
|
αρματηλασία θηλυκό
|