Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αριστοκρατικοποίηση οι αριστοκρατικοποιήσεις
      γενική της αριστοκρατικοποίησης* των αριστοκρατικοποιήσεων
    αιτιατική την αριστοκρατικοποίηση τις αριστοκρατικοποιήσεις
     κλητική αριστοκρατικοποίηση αριστοκρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αριστοκρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριστοκρατικοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αριστοκρατικοποίηση θηλυκό

  • η στελέχωση στις κρατικές υπηρεσίες (στρατός, διοίκηση, δικαιοσύνη) ή στην επιχειρηματική σφαίρα ατόμων αριστοκρατικής προέλευσης παρά αξιοκρατικής αρχής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία