Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρίστευση οι αριστεύσεις
      γενική της αρίστευσης* των αριστεύσεων
    αιτιατική την αρίστευση τις αριστεύσεις
     κλητική αρίστευση αριστεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αριστεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρίστευση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρίστευση θηλυκό

  • το να έρχεται κανείς πρώτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία