αποχρωμάτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποχρωμάτιση | οι | αποχρωματίσεις |
γενική | της | αποχρωμάτισης* | των | αποχρωματίσεων |
αιτιατική | την | αποχρωμάτιση | τις | αποχρωματίσεις |
κλητική | αποχρωμάτιση | αποχρωματίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχρωματίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχρωμάτιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποχρωμάτιση θηλυκό
- διαδικασία αφαίρεσης χρώματος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχρωμάτιση
|