Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσιδήρωση οι αποσιδηρώσεις
      γενική της αποσιδήρωσης* των αποσιδηρώσεων
    αιτιατική την αποσιδήρωση τις αποσιδηρώσεις
     κλητική αποσιδήρωση αποσιδηρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσιδηρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσιδήρωση < απο- + σιδήρωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσιδήρωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία