Δείτε επίσης: αποναρκώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απονεκρώνω < αρχαία ελληνική ἀπονεκρόω / ἀπονεκρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

απονεκρώνω (παθητική φωνή: απονεκρώνομαι)

  1. κάνω κάτι νεκρό, το νεκρώνω
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω εντελώς

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία