Ετυμολογία

επεξεργασία
απομαγεύω < απο- + μαγεύω

απομαγεύω (παθητική φωνή: απομαγεύομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία