απομαγεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπομαγεύομαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος απομαγεύω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομαγεύομαι | απομαγευόμουν(α) | θα απομαγεύομαι | να απομαγεύομαι | ||
β' ενικ. | απομαγεύεσαι | απομαγευόσουν(α) | θα απομαγεύεσαι | να απομαγεύεσαι | (απομαγεύου) | |
γ' ενικ. | απομαγεύεται | απομαγευόταν(ε) | θα απομαγεύεται | να απομαγεύεται | ||
α' πληθ. | απομαγευόμαστε | απομαγευόμαστε απομαγευόμασταν |
θα απομαγευόμαστε | να απομαγευόμαστε | ||
β' πληθ. | απομαγεύεστε | απομαγευόσαστε απομαγευόσασταν |
θα απομαγεύεστε | να απομαγεύεστε | (απομαγεύεστε) | |
γ' πληθ. | απομαγεύονται | απομαγεύονταν απομαγευόντουσαν |
θα απομαγεύονται | να απομαγεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομαγεύτηκα | θα απομαγευτώ | να απομαγευτώ | απομαγευτεί | ||
β' ενικ. | απομαγεύτηκες | θα απομαγευτείς | να απομαγευτείς | απομαγέψου | ||
γ' ενικ. | απομαγεύτηκε | θα απομαγευτεί | να απομαγευτεί | |||
α' πληθ. | απομαγευτήκαμε | θα απομαγευτούμε | να απομαγευτούμε | |||
β' πληθ. | απομαγευτήκατε | θα απομαγευτείτε | να απομαγευτείτε | απομαγευτείτε | ||
γ' πληθ. | απομαγεύτηκαν απομαγευτήκαν(ε) |
θα απομαγευτούν(ε) | να απομαγευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απομαγευτεί | είχα απομαγευτεί | θα έχω απομαγευτεί | να έχω απομαγευτεί | απομαγεμένος | |
β' ενικ. | έχεις απομαγευτεί | είχες απομαγευτεί | θα έχεις απομαγευτεί | να έχεις απομαγευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει απομαγευτεί | είχε απομαγευτεί | θα έχει απομαγευτεί | να έχει απομαγευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απομαγευτεί | είχαμε απομαγευτεί | θα έχουμε απομαγευτεί | να έχουμε απομαγευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε απομαγευτεί | είχατε απομαγευτεί | θα έχετε απομαγευτεί | να έχετε απομαγευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απομαγευτεί | είχαν απομαγευτεί | θα έχουν απομαγευτεί | να έχουν απομαγευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απομαγεύομαι
|