Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποεπιβίβαση οι αποεπιβιβάσεις
      γενική της αποεπιβίβασης* των αποεπιβιβάσεων
    αιτιατική την αποεπιβίβαση τις αποεπιβιβάσεις
     κλητική αποεπιβίβαση αποεπιβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποεπιβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποεπιβίβαση < απο-(βίβαση) + επιβίβαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποεπιβίβαση θηλυκό

  1. η διαδικασία της αποβίβασης και επιβίβασης σε μέσον μεταφοράς
    η αποεπιβίβαση αφορά μόνο επιβάτες, όχι φορτία, ή ζώντα ζώα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία