Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποδερματισμός οι αποδερματισμοί
      γενική του αποδερματισμού των αποδερματισμών
    αιτιατική τον αποδερματισμό τους αποδερματισμούς
     κλητική αποδερματισμέ αποδερματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδερματισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποδερματισμός αρσενικό

  1. αλλάζω δέρμα (πχ φίδι)
  2. μου πέφτει το δέρμα λόγω ασθένειας ή χτυπήματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία