αποδερματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδερματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδερματισμός αρσενικό
- αλλάζω δέρμα (πχ φίδι)
- μου πέφτει το δέρμα λόγω ασθένειας ή χτυπήματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδερματισμός
|