Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποβάμβακας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποβάμβακ
ας
οι
αποβάμβακ
ες
γενική
του
αποβάμβακ
α
των
αποβαμβάκ
ων
αιτιατική
τον
αποβάμβακ
α
τους
αποβάμβακ
ες
κλητική
αποβάμβακ
α
αποβάμβακ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποβάμβακας
<
απο-
+
βαμβάκ(ι)
+
-ας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποβάμβακας
αρσενικό
όσο
βαμβάκι
έχει απομείνει στο
φυτό
μετά τη
συλλογή
του
βαμβακιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποβάμβακας