απενοχοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααπενοχοποιώ (παθητικό: απενοχοποιούμαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απενοχοποιώ | απενοχοποιούσα | θα απενοχοποιώ | να απενοχοποιώ | απενοχοποιώντας | |
β' ενικ. | απενοχοποιείς | απενοχοποιούσες | θα απενοχοποιείς | να απενοχοποιείς | (απενοχοποίει) | |
γ' ενικ. | απενοχοποιεί | απενοχοποιούσε | θα απενοχοποιεί | να απενοχοποιεί | ||
α' πληθ. | απενοχοποιούμε | απενοχοποιούσαμε | θα απενοχοποιούμε | να απενοχοποιούμε | ||
β' πληθ. | απενοχοποιείτε | απενοχοποιούσατε | θα απενοχοποιείτε | να απενοχοποιείτε | απενοχοποιείτε | |
γ' πληθ. | απενοχοποιούν(ε) | απενοχοποιούσαν(ε) | θα απενοχοποιούν(ε) | να απενοχοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απενοχοποίησα | θα απενοχοποιήσω | να απενοχοποιήσω | απενοχοποιήσει | ||
β' ενικ. | απενοχοποίησες | θα απενοχοποιήσεις | να απενοχοποιήσεις | απενοχοποίησε | ||
γ' ενικ. | απενοχοποίησε | θα απενοχοποιήσει | να απενοχοποιήσει | |||
α' πληθ. | απενοχοποιήσαμε | θα απενοχοποιήσουμε | να απενοχοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | απενοχοποιήσατε | θα απενοχοποιήσετε | να απενοχοποιήσετε | απενοχοποιήστε | ||
γ' πληθ. | απενοχοποίησαν απενοχοποιήσαν(ε) |
θα απενοχοποιήσουν(ε) | να απενοχοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απενοχοποιήσει | είχα απενοχοποιήσει | θα έχω απενοχοποιήσει | να έχω απενοχοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις απενοχοποιήσει | είχες απενοχοποιήσει | θα έχεις απενοχοποιήσει | να έχεις απενοχοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει απενοχοποιήσει | είχε απενοχοποιήσει | θα έχει απενοχοποιήσει | να έχει απενοχοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απενοχοποιήσει | είχαμε απενοχοποιήσει | θα έχουμε απενοχοποιήσει | να έχουμε απενοχοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε απενοχοποιήσει | είχατε απενοχοποιήσει | θα έχετε απενοχοποιήσει | να έχετε απενοχοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απενοχοποιήσει | είχαν απενοχοποιήσει | θα έχουν απενοχοποιήσει | να έχουν απενοχοποιήσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απενοχοποιώ
|