Ετυμολογία

επεξεργασία
απενοχοποιώ < από και ενοχοποιώ

απενοχοποιώ (παθητικό: απενοχοποιούμαι)

  • απενοχοποιείται κατηγορούμενος, άνθρωπος που βαρυνόταν με υπόνοιες, κατάσταση που θεωρείτο ένοχη για κάτι, συναίσθημα ή επιθυμία που βαρυνόταν από αρνητικές παραμέτρους, οτιδήποτε είχε τη σκιά του κακού ενώ δεν ήταν ή εν πάσει περιπτώσει ενώ στην πορεια θεωρήθηκε ότι δεν ήταν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία