αντιληπτότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιληπτότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιληπτότητα θηλυκό
- (νευρολογία) ο βαθμός με τον οποίο ένα ερεθίσμα καθίσταται αντιληπτό, το δυναμικό πλάτος ή η ισχύς που απαιτείται από ένα ερέθισμα ώστε να ξεπεράσει το κατώφλι απόκρισης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιληπτότητα
|