↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιληπτότητα οι αντιληπτότητες
      γενική της αντιληπτότητας των αντιληπτοτήτων
    αιτιατική την αντιληπτότητα τις αντιληπτότητες
     κλητική αντιληπτότητα αντιληπτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιληπτότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιληπτότητα θηλυκό

  • (νευρολογία) ο βαθμός με τον οποίο ένα ερεθίσμα καθίσταται αντιληπτό, το δυναμικό πλάτος ή η ισχύς που απαιτείται από ένα ερέθισμα ώστε να ξεπεράσει το κατώφλι απόκρισης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία