αντιγνωμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιγνωμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιγνωμία θηλυκό
- η ύπαρξη ή/και διατύπωση, διαφορετικών γνωμών
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιγνωμία
|
αντιγνωμία θηλυκό
|