αντανακλαστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντανακλαστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντανακλαστήρας αρσενικό
- στοιχείο φωσφόρισης που λαμπυρίζει ή αντανακλάται όταν πέφτει πάνω του φως, χρησιμοποιείται κυρίως στα ποδήλατα για βραδινή κυκλοφορία και την προστασία των αναβατών τους από διερχόμενα αυτοκίνητα
- κατά το αρθ. 76 του Ν. 2696/1999, τα ποδήλατα επιβάλλονται να διαθέτουν δύο αντανακλαστήρες, ένα λευκό μπροστά και έναν ερυθρό στην όπισθεν, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων εκείνα που δεν κυκλοφορούν νύχτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντανακλαστήρας
|