Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεξιγνωμία οι ανεξιγνωμίες
      γενική της ανεξιγνωμίας των ανεξιγνωμιών
    αιτιατική την ανεξιγνωμία τις ανεξιγνωμίες
     κλητική ανεξιγνωμία ανεξιγνωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεξιγνωμία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεξιγνωμία θηλυκό

  1. η ανοχή και ανεκτικότητα στις διαφορετικές απόψεις
    σε ολοκληρωτικά καθεστώτα η ανεξιγνωμία δεν μπορεί να υφίσταται

  Μεταφράσεις επεξεργασία