ανεξιγνωμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανεξιγνωμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανεξιγνωμία θηλυκό
- η ανοχή και ανεκτικότητα στις διαφορετικές απόψεις
- σε ολοκληρωτικά καθεστώτα η ανεξιγνωμία δεν μπορεί να υφίσταται
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεξιγνωμία
|