Δείτε επίσης: αναπτερώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναφτερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀναφτερώνω[1] < ελληνιστική κοινή ἀναπτερώνω < {αρχαία ελληνική ἀναπτερῶ (-όω). Δείτε και ἀναπτερυγίζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.fteˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐φτε‐ρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αναφτερώνω, αόρ.: αναφτέρωσα, παθ.φωνή: αναφτερώνομαι, π.αόρ.: αναφτερώθηκα, μτχ.π.π.: αναφτερωμένος

  1. σηκώνω τα φτερά μου για να πετάξω
    ※  Ο Καβάφης […] έγινε βαθμιαία ο κεντρικός ποιητής του Μείζονος Ελληνισμού, του καινούριου πλατιού ελληνικού κόσμου που άνοιξε ο Μεγαλέξαντρος, που υπερασπίστηκαν οι Βυζαντινοί, που αναφτέρωσε ο Βενιζέλος (Γ.Π. Σαββίδης, "Μικρά Καβαφικά", 1987)
    ※  ο Ορλώφ κατέστρεψε τον τουρκικό στόλο και μαζί μ' αυτόν τον Μοριά και την Κρήτη, που, μάταια, αναφτερώθηκαν από τη νίκη (Μεν. Παρλαμάς, "Απ' τον Τσεσμέ προς τη Σμύρνη", 1961)
  2. δίνω σε κάποιον φτερά, ενθαρρύνω
  3. (δημοτική) βγάζω φτερά
    τα κλωσσόπουλα αναφτερώσανε

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φτερό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αναφτερώνωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

  Πηγές επεξεργασία