ἀναφτερακίζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀναφτερακίζω < ἀνα- + φτερακίζω[1]
- ἀναφτερακίζω > αναφτερακίζω (κρητική διάλεκτος)
Ρήμα επεξεργασία
ἀναφτερακίζω
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἀναφτερουγίζω
επεξεργασία
- ↑ σελ. 153, Τόμος Α΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.