Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο ανατάσης
      γενική του ανατάση
    αιτιατική τον ανατάση
     κλητική ανατάση
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μεγάλοι κρύσταλλοι ανατάση, St Gothard Massif, Leventina, Ticino (Tessin), Ελβετία
 
Δείγματα ανατάση από το Somerville, Massachusetts, USA

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατάσης < γαλλική anatase, ονομασία που του έδωσε ο René-Just Haüy το 1801

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανατάσης αρσενικό

  • (ορυκτολογία) ορυκτό που περιέχει διοξείδιο του τιτανίου (TiO2) κρυσταλλωμένο στο τετραγωνικό κρυσταλλικό σύστημα, με λιγοστές προσμίξεις κυρίως οξειδίου τρισθενούς σιδήρου (Fe2O3)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία