ανατάσης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανατάσης | ||
γενική | του | ανατάση | ||
αιτιατική | τον | ανατάση | ||
κλητική | ανατάση | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανατάσης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που περιέχει διοξείδιο του τιτανίου (TiO2) κρυσταλλωμένο στο τετραγωνικό κρυσταλλικό σύστημα, με λιγοστές προσμίξεις κυρίως οξειδίου τρισθενούς σιδήρου (Fe2O3)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ανατάσης στη Βικιπαίδεια