ανατάσης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανατάσης | ||
γενική | του | ανατάση | ||
αιτιατική | τον | ανατάση | ||
κλητική | ανατάση | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανατάσης < (λόγιο δάνειο) γαλλική anatase, ονομασία που του έδωσε ο René-Just Haüy το 1801
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈta.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐τά‐σης
- ομόηχο: ανατάσεις
- τονικό παρώνυμο: ανάτασης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανατάσης αρσενικό χωρίς πληθυντικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που περιέχει διοξείδιο του τιτανίου (TiO2) κρυσταλλωμένο στο τετραγωνικό κρυσταλλικό σύστημα, με λιγοστές προσμίξεις κυρίως οξειδίου τρισθενούς σιδήρου (Fe2O3)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
ανατάσης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀνατάσης σελ.462 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)