ανασκέλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανασκέλωμα < ανασκελώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανασκέλωμα ουδέτερο (και ανασκέλιασμα)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος ανασκελώνω, η ρήψη κάποιου σε θέση που να βρεθεί ανάσκελα, ύπτια, με την πλάτη καταγής
- η πτώση κάποιου ανάσκελα χωρίς σπρώξιμο, το ξάπλωμα ανάσκελα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασκέλωμα
|