ανασιοναλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανασιοναλισμός < Εσπεράντο: sennaciismo
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανασιοναλισμός αρσενικό ή ανεθνικισμός
- όρος που προέρχεται από την κοινότητα των ομιλητών της Εσπεράντο που υποδηλώνει τάσεις ριζοσπαστικού αντιεθνικισμού, οικουμενισμού και άλλες κοσμοπολίτικες πολιτικές έννοιες
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανασιοναλισμός
|