Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρχιδία οι αναρχιδίες
      γενική της αναρχιδίας των αναρχιδιών
    αιτιατική την αναρχιδία τις αναρχιδίες
     κλητική αναρχιδία αναρχιδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχιδία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρχιδία θηλυκό

  • έλλειψη τόλμης, θάρρους

  Μεταφράσεις επεξεργασία