↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναμεικτήρας οι αναμεικτήρες
      γενική του αναμεικτήρα των αναμεικτήρων
    αιτιατική τον αναμεικτήρα τους αναμεικτήρες
     κλητική αναμεικτήρα αναμεικτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμεικτήρας < ανάμειξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναμεικτήρας αρσενικό, πληθυντικός αναμεικτήρες

  1. μηχανικό εξάρτημα ανάμειξης υλικών
  2. ειδική μηχανή ανάμειξης υλικών όπως π.χ. χρωμάτων και παραγωγής οποιασδήποτε απόχρωσης

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία