αναμεικτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναμεικτήρας < ανάμειξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναμεικτήρας αρσενικό, πληθυντικός αναμεικτήρες
- μηχανικό εξάρτημα ανάμειξης υλικών
- ειδική μηχανή ανάμειξης υλικών όπως π.χ. χρωμάτων και παραγωγής οποιασδήποτε απόχρωσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναμεικτήρας
|