αμφισημότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμφισημότητα θηλυκό
- το να είναι κάτι αμφίσημο
- Δυστυχώς, στο πολιτικό τοπίο της Βραζιλίας κυριαρχούν οι πελατειακές σχέσεις και οι πανάκριβες προεκλογικές εκστρατείες. Η πολιτική αμφισημότητα που χαρακτηρίζει τις διαδηλώσεις καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την εκτίμηση των συνεπειών τους. (*)
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αμφίσημος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμφισημότητα
|