Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμπλαούμπλας οι αμπλαούμπλες
      γενική του αμπλαούμπλα
    αιτιατική τον αμπλαούμπλα τους αμπλαούμπλες
     κλητική αμπλαούμπλα αμπλαούμπλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπλαούμπλας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπλαούμπλας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία