αλληλάδερφος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλληλάδερφος[1] αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλληλάδερφος
|
Επεξεργασία
- ↑ αλληλάδερφος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό]. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.(Γράμμα α)