αλίευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλίευμα < αρχαία ελληνική ἁλίευμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλίευμα ουδέτερο
- το ψάρι που αλιεύεται
- οτιδήποτε αλιεύεται, πιάνεται με αλιευτικό σύνεργο ή στη διάρκεια αλιείας ακόμα και με το χέρι (βλ. και ο αλιέας των μαργαριταριών)