ακουαρελίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακουαρελίστας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακουαρελίστας αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακουαρελίστας
→ δείτε τη λέξη υδατογράφος |