Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αισυμνήτης οι αισυμνήτες
      γενική του αισυμνήτη των αισυμνητών
    αιτιατική τον αισυμνήτη τους αισυμνήτες
     κλητική αισυμνήτη αισυμνήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισυμνήτης < αἴσιος + ὕμνος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισυμνήτης αρσενικό

  • άρχοντας με απόλυτες εξουσίες, τον οποίο εξέλεγε ο λαός, στην Ελλάδα της αρχαϊκής εποχής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία