Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αινιγματικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Ετυμολογία
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αινιγματικότητ
α
οι
αινιγματικότητ
ες
γενική
της
αινιγματικότητ
ας
των
αινιγματικοτήτ
ων
αιτιατική
την
αινιγματικότητ
α
τις
αινιγματικότητ
ες
κλητική
αινιγματικότητ
α
αινιγματικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.niɣ.ma.tiˈko.ti.ta
/
Ετυμολογία
επεξεργασία
αινιγματικότητα
<
αινιγματικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αινιγματικότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
αινιγματικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αινιγματικότητα
τσεχικά
:
záhadnost
(cs)