αθέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθέρα | οι | αθέρες |
γενική | της | αθέρας | των | αθέρων |
αιτιατική | την | αθέρα | τις | αθέρες |
κλητική | αθέρα | αθέρες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αθέρα < αθέρας < αρχαία ελληνική ἀθήρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αθέρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αθέρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αθέρα
|