αετονύχισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αετονύχισσα < αετονύχ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αετονύχισσα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αετονύχης
αετονύχισσα
|