αεροϊατρική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροϊατρική | ||
γενική | της | αεροϊατρικής | ||
αιτιατική | την | αεροϊατρική | ||
κλητική | αεροϊατρική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροϊατρική < αερο- + ιατρική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aeromedicine)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροϊατρική θηλυκό
- (ιατρική, αεροπορικός όρος) ιατρική που αφορά τις αεροπορικές ή αεροδιαστημικές μεταφορές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροϊατρική