Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροκουρτίνα οι αεροκουρτίνες
      γενική της αεροκουρτίνας των αεροκουρτίνων
    αιτιατική την αεροκουρτίνα τις αεροκουρτίνες
     κλητική αεροκουρτίνα αεροκουρτίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροκουρτίνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροκουρτίνα θηλυκό

  • (νεολογισμός) τύπος αιρκοντίσιον που τοποθετείται σε εισόδους και στέλνει τον αέρα κάθετα και δημιουργεί ένα φράγμα για τον αέρα που βρίσκεται έξω ώστε να μην επηρεάζεται άμεσα η θερμοκρασία του εσωτερικού χώρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία