Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγορασιμότητα οι αγορασιμότητες
      γενική της αγορασιμότητας των αγορασιμοτήτων
    αιτιατική την αγορασιμότητα τις αγορασιμότητες
     κλητική αγορασιμότητα αγορασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγορασιμότητα οι αγορασιμότητες
      γενική της αγορασιμότητας των αγορασιμοτητών
    αιτιατική την αγορασιμότητα τις αγορασιμότητες
     κλητική αγορασιμότητα αγορασιμότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

αγορασιμότητα < αγοράσιμος + -ότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγορασιμότητα θηλυκό

  • το να μπορεί κάτι να αγοραστεί, η δυνατότητα αγοράς πράγματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία