Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκαθούλα οι αγκαθούλες
      γενική της αγκαθούλας
    αιτιατική την αγκαθούλα τις αγκαθούλες
     κλητική αγκαθούλα αγκαθούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκαθούλα < αγκάθι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκαθούλα θηλυκό

  • το μικρό αγκάθι

  Μεταφράσεις επεξεργασία