αγιοταφίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγιοταφίτισσα < αγιοταφίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγιοταφίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του αγιοταφίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αγιοταφίτης
αγιοταφίτισσα
|