Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αίδεση οι αιδέσεις
      γενική της αίδεσης* των αιδέσεων
    αιτιατική την αίδεση τις αιδέσεις
     κλητική αίδεση αιδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αίδεση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αίδεση θηλυκό

  • όρος του αρχαίου Αττικού Δικαίου. Όταν το Παλλάδιο δικαστήριο, αρμόδιο για την εκδίκαση ακούσιων φόνων, επέβαλλε στον καταδικαζόμενο, ακούσιο φονέα, πρόσκαιρη εξορία, ήταν δυνατή η συγχώρησή του από τους συγγενείς του θύματος, η οποία ονομαζόταν αίδεση και είχε αποτέλεσμα μετριασμό της ποινής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία