άσοφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άσοφος | οι | άσοφοι |
γενική | του | άσοφου & ασόφου |
των | άσοφων & ασόφων |
αιτιατική | τον | άσοφο | τους | άσοφους & ασόφους |
κλητική | άσοφε | άσοφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσοφος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάσοφος
- αμαθής, απαίδευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία άσοφος
|