Ψαρής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ψαρής | οι | Ψαρήδες |
γενική | του | Ψαρή | των | Ψαρήδων |
αιτιατική | τον | Ψαρή | τους | Ψαρήδες |
κλητική | Ψαρή | Ψαρήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ψαρής < ψαρής (σταχτής, με γκρίζο τρίχωμα)
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΨαρής αρσενικό
- (όνομα ζώου) όνομα ζώου, συνήθως γαϊδουράκου ή αλόγου
- → δείτε και το όνομα Ντορής