Δείτε επίσης: Ψαράς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ψαρής οι Ψαρήδες
      γενική του Ψαρή των Ψαρήδων
    αιτιατική τον Ψαρή τους Ψαρήδες
     κλητική Ψαρή Ψαρήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ψαρής < ψαρής (σταχτής, με γκρίζο τρίχωμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psaˈɾis/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ψαρής αρσενικό