Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Χαλιμά
      γενική της Χαλιμάς
    αιτιατική τη Χαλιμά
     κλητική Χαλιμά
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χαλιμά < αραβική حليمة (ḥalīma)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.liˈma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χα‐λι‐μά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χαλιμά θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία