ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Χαιρωνίς αἱ Χαιρωνίδες
      γενική τῆς Χαιρωνίδος τῶν Χαιρωνίδων
      δοτική τῇ Χαιρωνίδ ταῖς Χαιρωνίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Χαιρωνίδ τὰς Χαιρωνίδᾰς
     κλητική ! Χαιρωνίς* Χαιρωνίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Χαιρωνίδε
γεν-δοτ τοῖν  Χαιρωνίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαιρωνίς < αρχαία ελληνική Χαιρών(εια) + -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Χαιρωνίς θηλυκό