Χάμπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χάμπος | ||
γενική | του | Χάμπου | ||
αιτιατική | τον | Χάμπο | ||
κλητική | Χάμπε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Χάμπος < Χαράλαμπος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧάμπος αρσενικό
- (κυπριακά) ανδρικό όνομα, άλλη μορφή του Χαράλαμπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Χάμπος
|