Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Τσολακιάν < από παρωνύμιο, προέλευσης από την αρμενική Չոլաքյան (Čʿolakʿyan, λατιν. γραφές: Cholakian, ρωσ.: Чолакян)[1] < τουρκική çolak (μονόχειρας, κουλός) + -յան (-ιάν). Είναι αντίστοιχο με τα ελληνικά επώνυμα Τσολάκης και Τσολάκος.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσολακιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία


  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Τσολακιάν < μεταγραφή για την αρμενική Ցոլակյան (Cʿolakyan, λατιν. γραφή: Tsolakian, ρωσ.: Цолакян) < αρμενικό όνομα Ցոլակ (Cʿolak, λαμπερός) + -յան (-ιάνκυριολεκτικά: «ο γιος του Τσολάκ».[2]

  Μεταγραφή επεξεργασία

Τσολακιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βλ. Տիգրան Ավետիսյան (Τιγκράν Αβετισιάν), Հայոց ազգանունների բառարան [Λεξικό αρμενικών επωνύμων] (Γιερεβάν, 2000), σ. 281β.
  2. Βλ. Ավետիսյան (Αβετισιάν), ό.π., σ. 339β.