Ετυμολογία

επεξεργασία
Չոլաքյան < από παρωνύμιο, προέλευσης από την οθωμανική τουρκική چولاق (çolak) [στα τουρκικά çolak (κουλός)] + -յան (-yan)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃʰɔlɑkʰˈjɑn/
ΔΦΑ : /t͡ʃʰɔlɑkʰˈjɑn/ (δυτική αρμενική)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Չոլաքյան (hy) (Čʿolakʿyan) αρσενικό ή θηλυκό

Απόγονοι

επεξεργασία

Չոլաքյան (αρμενικά)

αγγλικά: Cholakyan, Cholakian
γαλλικά: Tcholakian
νέα ελληνικά: Τσολακιάν
ρωσικά: Чолакян (Čolakján)
τουρκικά: Çolakyan